Tα Χριστούγεννα του κου Αχιλλέα Ντιπόν
Μια μικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία μυστηρίου με τους ήρωες του μυθιστορήματος του Χρυσόστομου Ν. ΚΑΛΑΝΤΖΗ «Το μυστήριο της οικίας του μελισσουργού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα».
Ένας μοναχικός πεζοπόρος, μέσα στη παγωμένη χειμωνιάτική φύση του Έσσεξ, προσπαθούσε συνεχώς να τινάξει το λιγοστό χιόνι του δρόμου από τις καλοφτιαγμένες δερμάτινες μπότες του. Το κρύο έκανε την φύση να μοιάζει νεκρή, σαν καρφί στο σανίδι της πόρτας όπως λέει και ο λαός. Αυτή η όμορφη πούδρα αναμιγνυόταν με την λάσπη του δρόμου και το βρώμικό μίγμα τον ενοχλούσε πολύ. Έπρεπε να μείνει στον δρόμο όμως σε αυτή την συννεφιασμένη ημέρα αν επιθυμούσε να συνεχίσει τον περίπατό μέχρι το κατάλευκο σπίτι του μελισσουργού. Αυτός, μακαρίτης εδώ και καιρό δεν ήταν άλλος από τον μεγαλύτερο ντέντεκτιβ όλων των εποχών και ο τελευταίος τόπος διαμονής του είχε μετατραπεί σε ένα χώρο θαυμασμού. Το μικρό μουσείο του Σέρλοκ Χόλμς, ήταν κλειστό σήμερα παραμονή Χριστουγέννων και έτσι η απόλυτη σιωπή βασίλευε στην επαρχία. Είχε περάσει πλέον αρκετός καιρός από την λύση του μυστηρίου με τα χειρόγραφα του μεγάλου ερευνητή. Ένα άλλο έγκλημα, μια μυστηριώδης εξαφάνιση, μάλλον κλοπή, ενός ξύλινου σκαλιστού σκήπτρου που κάποτε είχε χαρίσει η ίδια η Μαρία Στιούαρτ στον πρόγονο του Λόρδου ΜακΜάχον στοίχειωνε την επαρχία του Έσσεξ. Ο δήμαρχος μαζί τον αστυνομικό διευθυντή παρουσίασαν τα στοιχεία στον Αχιλλέα Ντιπόν και επισκέφθηκαν μαζί τον χώρο του εγκλήματος. Ήταν άλλη μια υπόθεση ενός κλειστού δωματίου, με τα παράθυρα σφραγισμένα και την πόρτα κλειδωμένη. Ο αρχιμπάτλερ είχε διαπιστώσει αφού ξεκλείδωσε την πόρτα ότι το σκήπτρο έλειπε από την προθήκη δίπλα στην μεγάλη βιβλιοθήκη. Είχε μπει για να ελέγξει την καθαριότητα του δωματίου ενόψει μιας επικείμενης επίσκεψης ενός άλλου Λόρδου. Κανένα στοιχείο, κανένα δακτυλικό αποτύπωμα εκτός από αυτά του λιγοστού προσωπικού. Ένα μυστήριο για άλλη μια φορά υπενθύμιζε ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι την ησυχία της εξοχής.
«Mon Dieu, δεν το πιστεύω, πάλι λερώθηκα με τις λάσπες. Η κα ΜακΑλιστερ δεν θα είναι και πολύ χαρούμενη σε λίγο» σκέφτηκε φωναχτά. Το σπιτάκι πλέον διαγραφόταν μπροστά και απείχε μόνο μερικά οδυνηρά βήματα ενός κουρασμένου βραδύποδα. Ήταν η καθημερινή του βόλτα στα περίχωρα του Στάιλς Σειντ Μέρις. Η αναπάντεχη χθεσινή χιονόπτωση, δώρο Χριστουγέννων για τους ρομαντικούς, είχε βάψει τα πάντα με το άσπιλο χρώμα του απόλυτου λευκού. Η σιωπή της φύσης ήταν βάλσαμο για την πολύβουη σκέψη του ερευνητή, μια σκέψη που δεν σώπαινε ποτέ. Έφτασε στο σπιτάκι και ακούμπησε με το γαντοφορεμένο χέρι την παγωμένη εξώπορτα. «Καλά Χριστούγεννα Mon Ami» ψέλλισε και χαμογέλασε συνωμοτικά. Χτύπησε το σκαλιστό μπαστούνι περιπάτου μερικές φορές στο ξύλινο χιονισμένο δάπεδο της μικρής βεράντας και στάθηκε να χαζεύει το χωριό από μακριά βλέποντας τον καπνό από τις καμινάδες να χάνεται στον ουρανό. Η σιωπηλή φύση μύριζε καρβουνιασμένη οξιά και βελανιδιά, τα δώρα της φύσης που ζέσταιναν τα φιλόξενα σπίτια των κατοίκων του μικρού χωριού. Γύρισε στο σπίτι γοργά και χαμένος σε δαιδαλώδεις σκέψεις. Η κα ΜακΑλιστερ χαμογελαστή περίμενε με ένα μικρό κρυστάλλινο ποτηράκι πόρτο απλά για να ανάψουν τα αίματα.
«Ω με κακοκαμαθαίνετε αγαπητή κυρία. Μια γουλιά από αυτό το υπέροχο απόσταγμα σοφίας για να επανέλθουν οι αισθήσεις στα φυσιολογικά επίπεδα» είπε ευγενικά κάνοντας μια μικρή υπόκλιση.
«Φέρε εδώ παλτό και μπότες κυρ Αχιλλέα μου και τράβα μέσα στο σαλόνι που σου έχω φρέσκο ζεστό αρωματικό τσάι από τους Κινέζους και τα μπισκοτάκια που αγαπάς» απάντησε χαρούμενα η χαρωπή Σκωτσέζα. Ο Μονεγάσκος την κοίταξε στα μάτια με εκνευρισμό για τις πρωτόγονες εκφράσεις αλλά κατά βάθος ήξερε πόσο τον αγαπούσε, ήταν η αγαπημένη Θεία που δεν είχε ποτέ. Φρεσκαρίστηκε και βυθίστηκε στην άνετη πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Σερβιρίστηκε τσάι και υφάλμυρα αλλά συνάμα γλυκά Σκωτσέζικα μπισκότα και μετά από μερικές γουλιές, ευχαριστημένος άρχισε να ξεφυλλίζει την τοπική εφημερίδα που το κυρίως άρθρο μιλούσε για τι άλλο από την ληστεία του αρχοντικού. Καμία επίσκεψη στον τόπο του εγκλήματος εδώ και πολύ καιρό εκτός από τον ξυλουργό που είχε συντηρήσει τις παλιές γιγάντιες καρέκλες του δωματίου που έμοιαζαν με μικρούς θρόνους και τις είχε φάει το σαράκι των αιώνων. Υπήρχε και μια μικρή συνέντευξη από αυτόν, έναν νεαρό Ουαλό που πρόσφατα είχε μετοικίσει στο όμορφο χωριό. Πέρασε η ώρα με μοναδικούς συντρόφους το τσιτσίρισμα των ξύλων και τον ήχο του μεγάλου ρολογιού της εισόδου. Η κα ΜακΑλιστερ είχε χαθεί στην κουζίνα ετοιμάζοντας μάλλον το ελαφρύ μεσημεριανό που ο κος Ντιπόν είχε ζητήσει. Απαίτησε πολύ λιτές γιορτές χωρίς επισκέψεις και ευδαιμονία. Ένα μικρό δεντράκι μόνο στολισμένο με κεράκια, γιρλάντες και πολύχρωμα στολίδια δίπλα από το αχνισμένο παράθυρο θύμιζε στο εργένικο σπίτι ότι διανύαν περίοδο γιορτών. Γερογρουσούζη, όπως αυτόν του κου Ντίκενς, τον αποκάλεσε η ροδομάγουλη Σκωτσέζα όταν της ανακοίνωσε τις οδηγίες για την περίοδο. Αυτός ζήτησε να σεβαστεί κάθε επιθυμία αφού υπήρχε μια πικρή ανάμνηση πάντα αυτές τις μέρες, ο θάνατος της αγαπημένης μητέρας όταν αυτός ήταν 12 χρονών, μιας θλιβερής επετείου που ευλαβικά τηρούσε μέχρι και σήμερα. Η οικονόμος ξεροκατάπιε και συνέχισε τις καθημερινές εργασίες τακτοποίησης της μικρής αγροικίας. Ο Ντιπόν βυθισμένος στην πολυθρόνα απόλαυσε τις μοναχικές στιγμές μέχρι το μεσημεριανό. Έφαγε μόνος κρύο σολομό με λεμονάτη λευκή σάλτσα συνοδεία βραστών πατατών και ενός αρωματικού Γαλλικού Chamblis που διάλεξε. Ικανοποιητικότατο, σκέφτηκε και δεν επιθύμησε γλυκό ή κάποιο απεριτίφ. Ευχαρίστησε την οικονόμο που κάτι σκωτσέζικό και μάλλον καθόλου ευγενικό ψέλλισε μέσα από τα δόντια. Ο ερευνητής βυθίστηκε πάλι στην άνετη πολυθρόνα συντροφιά μιας βαρετής πραγματείας ενός Ούγγρου συγγραφέα για την οικονομική κατάσταση της Μεσαιωνικής Τρανσυλβανίας. Ήταν γραφτό σε λίγη ώρα να τον επισκεφτεί ο Μορφέας και να του χαρίσει ήρεμη ευδαιμονία δίπλα στο τζάκι. Η κα ΜακΑλιστερ τον σκέπασε με μια λεπτή σκωτσέζικη κουβερτούλα ενώ αυτός μειδίασε όντας δανδής ακόμα και όταν κοιμόταν.
Ξύπνησε το απόγευμα όταν ο ήλιος είχε δύσει πιά. Ξαφνιασμένος αντίκρυσε την οικονόμο να του σερβίρει έναν ελαφρύ αρωματικό τούρκικο καφέ σε κινέζικη πορσελάνη, μοσχομυριστό και απόλυτα επιθυμητό. Την ευχαρίστησε με ένα νεύμα και απόλαυσε μια γουλιά.
«Magnifique» ψιθύρισε απολαμβάνοντας και την παρατήρησε να στέκεται όρθια μπροστά.
«Να πας μια απογευματινή βόλτα κυρΑχιλλέα μου, να δεις τον στολισμό του χωριού. Είσαι τοπική διασημότητα πια και πρέπει να δώσεις το καλό παράδειγμα. Άντε πιες τον καφέ, φόρα το παλτό και πήγαινε» πρόσταξε σαν να μην υπήρχε διαφυγή από την συμβουλή της. Κι όμως, ήταν μια λογική συμβουλή σκέφτηκε, ήταν σωστό και πρέπον να ευχηθεί στους αγαπητούς κατοίκους του χωριού. Αυτό και θα έκανε λοιπόν.
Το χωριό έλαμπε χιονισμένο και στολισμένο. Ένα λαμπερό χριστουγεννιάτικο δέντρο στην μικρή πλατεία με παιδιά να παίζουν χιονοπόλεμο κοντά σε αυτό. Έμοιαζαν με αντίπαλες συμμορίες που προσπαθούσαν να επιτύχουν την απόλυτη κυριαρχία. Μια χιονόμπαλα έσκασε σχεδόν δίπλα και αυτός χασκογέλασε. Η βιτρίνα του παντοπωλείου του κου Χάρρις έλαμπε από τα στολίδια, τις γιρλάντες και τα αναμμένα φαναράκια ενώ ένα ψηλό δέντρο δέσποζε φορτωμένο καραμέλες και σοκολατάκια τυλιγμένα σε πολύχρωμα χαρτιά. Η παράδοση έλεγε ότι το ξεστόλιζαν τα παιδάκια του χωριού καταναλώνοντας τα καλούδια. Η Μαριέττα, το πιο όμορφο ρόδο του Styles είχε και αυτή στολίσει της βιτρίνα του ανθοπωλείου παρόλο που πενθούσε για τον πρόσφατο θάνατο των γονιών της. Το πλήθος καλοντυμένο και χαρωπό βάδιζε προς την εκκλησία, εκεί που ο καλός φίλος αιδεσιμότατος Τζόν Μπάρλοου θα τελούσε σε λίγο την απογευματινή εορταστική λειτουργία. Ο Ντιπόν ακολούθησε και αφού ευγενικά χαιρετούσε τα ζευγάρια, ευλαβικά κάθισε στο τελευταίο στασίδι στην ασφυκτικά γεμάτη εκκλησία που φεγγοβολούσε από τους στολισμούς. Η δύναμη του κηρύγματος και η χαρωπή χορωδία χάρισαν σε όλους μια σπίθα ευδαιμονίας στις πολύ δύσκολες εποχές που διάνυαν. Τα ζεστά χαμόγελα και η μουσική ύφαναν ένα υφαντό ανθρωπιάς και ελπίδας σε αυτό το κρύο απόγευμα, στο χιονισμένο Σταιλς Σειντ Μερις. Ο Ντιπόν έκλεισε τα μάτια και από μέσα του προσευχήθηκε σιωπηλά. Ήταν μια προσευχή που έπιανε όλους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, αυτούς που είχαν χάσει κάθε ελπίδα αλλά και αυτούς που έφυγαν και μας κοιτούν από εκεί ψηλά. Φανταζόταν τον ψιλόλιγνο μελισσουργό, τον μεγάλο Σέρλοκ να συζητάει με τον Τζον Γουότσον για την υπόθεση με το χαμένο σκήπτρο ενώ λίγο πιο εκεί στα φορτωμένα από ψυχές σύννεφα η μητέρα και η γιαγιά να τον κοιτάζουν περήφανες. Ένα μικρό δάκρυ κύλησε αλλά γρήγορα χάθηκε σαν χιονονιφάδα που πέφτει σε μια φλόγα απλά για να μετατραπεί σε μια μικρή ανάμνηση. Μετά τους εγκάρδιους χαιρετισμούς και αποφεύγοντας ευγενικά δεκάδες προσκλήσεις για το εορταστικό απόγευμα ο Αχιλλέας Ντιπόν βάδισε προς τον φίλο του.
«Εδώ είσαι λοιπόν Μονεγάσκε φίλε μου. Αποφάσισες να μας επισκεφτείς?» είπε ο ηλικιωμένος κληρικός αγκαλιάζοντας τον Ντιπόν.
« Ω , mon ami δεν θα μπορούσα να λείψω από το όλο ελπίδα κήρυγμά σου. Μου ξύπνησες αναμνήσεις από το δικό μου χωριό, από τους γονείς και την οικογένειά» απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο.
«Τέλεια, απλά τέλεια ευαίσθητε φίλε μου.
«Μα να μην σε καθυστερώ από κάποιο εορταστικό τραπέζι Τζον αγαπημένε μου πάστορα».
«Αχιλλέα δέχεσαι ένα ηλικιωμένο κουρασμένο κληρικό στην οικία σου για ένα βραδινό πόρτο και μια εγκάρδια συζήτηση» ρώτησε με χαμηλή φωνή.
« Μα ασφαλώς, avec plaisir. Τι καλύτερος τρόπος για να περάσω την κρύα νύχτα με την ζεστή σου παρέα» απάντησε χαρωπά. Σε λίγο βρίσκονταν κοντά στο μικρό εξοχικό σπίτι συζητώντας φωναχτά και γελώντας. Κάτι συνέβαινε όμως. Το σπιτάκι ήταν φωτισμένο και δυο αυτοκίνητα βρίσκονταν παρκαρισμένα από έξω. Ο Ντιπόν σάστισε καθώς άνοιξε την πόρτα. Όλη του η ζωή βρισκόταν μέσα στο σαλόνι του: Ο κος Γουότσον ο νεότερος, καλός φίλος και διευθυντής του μουσείου της οδού Μπείκερ συνοδευόμενος από την σύζυγο Κλάρα, ο αρχιεπιθεωρητής Τζειμς ΜακΛέοντ, στενός φίλος και σύντροφος στις περιπέτειες με την σύζυγό Ματίλντα, η όμορφη Μαριέττα συνοδευόμενη από το μοναδικό χαμόγελό της, η αγαπημένη ανιψιά Ερμιόνη Ντιπόν με τον αρραβωνιαστικό Τζόν Σάδερλαντ, όλοι βρίσκονταν εκεί που έπρεπε, καλεσμένοι κρυφά από την τροφαντή Σκωτσέζα οικονόμο. «Η παραμονή Χριστούγεννων του γερο μαγκούφη αγαπημένου μας» είχε γράψει στην πρόσκληση.
«Πονηρή Σκωτσέζα μάγισσα» είπε δήθεν παραπονεμένα στην κα ΜακΑλιστερ.
«Έλα εδώ βρε μίζερο λαγωνικό» απάντησε εγκάρδια και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Και εσύ Βρούτε!» ρώτησε τον κληρικό.
«Χα, περίμενες κάτι διαφορετικό από εμένα κύριε ερευνητή. Πεινάω σαν λύκος, επιτέλους ας φάμε» απάντησε γελώντας και έτρεξε προς το τραπέζι.
Και τι τραπέζι ήταν αυτό. Μια πελώρια λαχταριστή χήνα γεμιστή με κάστανα και μήλα με την δική της σος από φρούτα του δάσους, σερβιρισμένη με αρωματικά λαχανικά. Συνοδευτικά: «Στρατιώτες με κιλτ» ή αλλιώς λουκάνικάκια με μπέικον τυλιγμένο γύρω τους, Clapshot ή αλλιώς πουρές πατάτας με γουλί, Neeps and tatties ή αλλιώς γογγύλια με λαχανικά. Ένα παραδοσιακό Σκωτσέζικο Χριστουγεννιάτικο γεύμα σερβιρισμένο επάνω στο χειροποίητο τραπεζομάντηλο-ταρτάν της οικογένειας ΜακΑλιστερ. Ο Ντιπόν έτρεξε στο κελάρι για να πάρει τρία μπουκάλια από το πιο εκλεκτό κρασί που φύλαγε για μια πολύ ξεχωριστή περίσταση. Γύρισε χαμογελαστός σαν χαμένος σε μια ξεχωριστή απόλαυση. Καθίστε «δέκα μικροί λαίμαργοι Ινδιάνοι, και εσύ κα ΜακΑλιστερ στην κορυφή του τραπεζιού» πρόσταξε σαν καλός οικοδεσπότης και το τραπέζι πήρε φωτιά.
Και έφαγαν, και ήπιαν, και τραγούδησαν και γέλασαν με την καρδιά σε αυτό το ευλογημένο δείπνο. Ήταν όλα υπέροχα, όλα ονειρεμένα, όλα παραμυθένια. Ήταν τα μαγικά Χριστούγεννα του κου Αχιλλέα Ντιπόν.
«Oh Mon Dieu. Όλα ήταν καταπληκτικά. Έφαγα για δέκα ζωές» είπε ο Αχιλλέας πίνοντας μια γουλιά από το ειδικό χωνευτικό που είχε φέρει μαζί ο Τζέιμς, το πικρό αλλά αποτελεσματικό Ελβετικό απεριτίφ.
« Η γέμιση μαγική. Πως τόσα πολλά χώρεσαν μέσα στην χήνα απορώ» σχολίασε ο αρχιεπιθεωρητής.
«Τι είπες Τζέιμς. Άκουσα καλά? Πως τόσα πολλά…» είπε τονίζοντας τις λέξεις και πετάχτηκε σαν ελατήριο.
«Εμπρός Τζέιμς, Τζόν και εσύ κε Γουότσον, πάμε, φύγαμε για το αρχοντικό του Λόρδου. Το παιχνίδι συνεχίζεται»
«Μα τρελάθηκες τέκνο μου. Καλά δε είμαστε εδώ?»
«Φεύγουμε σας λέω. Αγαπητοί, φίλοι μου, θα επιστρέψουμε σε μια ώρα. Κα ΜακΑλιστερ ειδοποίησε την αστυνομία να μας συναντήσει εκεί και φρόντισε σε παρακαλώ τους καλεσμένους μας.
Η διαδρομή με το αυτοκίνητο φάνηκε ατελείωτη μέσα στο πατημένο χιόνι με τον Ντιπόν να σιωπαίνει χαμογελαστός. Ο Λόρδος ο ίδιος άνοιξε την πόρτα καθώς όλοι ήταν απασχολημένοι στο δικό του εορταστικό γεύμα.
«Μα τι σημαίνει αυτή η εισβολή κε Ντιπόν?»
«Όλα θα απαντηθούν σε λίγο Λόρδε μου, οδηγήστε μας αν έχετε την καλοσύνη, στο δωμάτιο του σκήπτρου αγαπητέ και φροντίστε ο αρχιμπάτλερ σας να βρίσκεται εκεί»
«Πες μου Τζον Γουότσον τι έλεγε ο μεγάλος ερευνητής για αυτές τις φαινομενικά άλυτες υποθέσεις, ο φίλος μας ο Σέρλοκ»
«Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, ό,τι απομένει, όσο απίθανο κι αν είναι, πρέπει να είναι η αλήθεια» είπε με στόμφο.
“Voila” απάντησε και ξεκόλλησε το πόδι μιας από τις καρέκλες που είχαν προσφάτως επισκευαστεί. Ήταν κούφιο και μέσα υπήρχε το χαμένο σκήπτρο. Το έδωσε στον Λόρδο. Ο έκπληκτος αρχιμπάτλερ κατέβασε το βλέμμα του με ντροπή καθώς ο Λόρδος τον κάρφωσε με το φαρμακερό δικό του. Τα πυκνά μουστάκια του περήφανου Σκωτσέζου έμοιαζαν ζωντανά επάνω στο κατακόκκινο πρόσωπο του. Κοίταξε με ικανοποίηση τον Ντιπόν.
«Μόνο ο τελευταίος άνθρωπος που μπήκε στο δωμάτιο θα μπορούσε να το έχει διαπράξει, κανένας άλλος. Σε συνεργασία με τον πρόθυμο ξυλουργό ασφαλώς. Θα το έβγαζαν από το δωμάτιο όταν περνούσε λίγος χρόνος, ίσως σε κάποια καινούργια επισκευή. Αστυνόμε συνέλαβε τον ένοχο σε παρακαλώ» πρόσταξε τον δυσαρεστημένο αξιωματικό που μόλις είχε εμφανιστεί και προφανώς τονείχαν διακόψει από το δικό του εορταστικό δείπνο. Την ίδια τύχη θα είχε σύντομα και ο εγκληματικά ευρηματικός ξυλουργός.
Έτσι λοιπόν πέρασε ο Αχιλλέας Ντιπόν κάποια Χριστούγεννα που δεν θα μπορούσαν να είναι συνηθισμένα. Μετά από λίγη ώρα με ένα μπράντι και ένα πούρο, προσφορά του χαρούμενου Λόρδου, η μικρή παρέα ατένιζε ευχαριστημένη την χειμερινή ξαστεριά στο μπαλκόνι της έπαυλης.
«Το μυστήριο της γεμιστής Σκωτσέζικης χήνας» είπε ο Τζον Γουότσον Τζούνιορ και όλοι ξέσπασαν στα γέλια. Από μακριά κάποιος νυχτερινός διαβάτης θα μπορούσε να ακούσει έναν απόκοσμο θόρυβο, κάτι σαν βροντερό γέλιο που θύμιζε αυτό του εδώ και χρόνια μακαρίτη μελισσουργού, να αντηχεί ανάμεσα στις βελανιδιές του κοντινού δάσους. Έμοιαζε με το στοιχειωμένο γέλιο ενός πολύ ικανοποιημένου ανθρώπου. The game was afoot.
..................
Εύχομαι να απολαύσατε αυτη τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία!
Σε αυτό το σημείο ευχαριστώ πάρα πολύ το συγγραφέα Χρυσόστομο ΚΑΛΑΝΤΖΗ που μου εμπιστεύτηκε αποκλειστικά την όμορφη αυτη Χριστουγεννιάτικη ιστορια του, να τη δημοσιεύουμε στο blog μου!
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου